εβραιολόγος
Смотреть что такое "εβραιολόγος" в других словарях:
εβραιολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στην εβραιολογία … Dictionary of Greek
εβραιολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με την εβραιολογία (βλ. λ.), εβραϊστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
εβραϊστής — ο εβραιολόγος … Dictionary of Greek
Ντομπρόφσκι, Τζόζεφ — (Josef Dobrovsky, 1753 – 1829). Τσέχος ιησουίτης και φιλόσοφος. Σπούδασε σε ιησουίτικο κολέγιο και στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και έγινε διευθυντής σε σεμινάριο και μέλος της ρωσικής Ακαδημίας. Διακρίθηκε ως ιστορικός, ερμηνευτής, παλαιογράφος … Dictionary of Greek
Χαΐμης, Μωυσής — (1864 – 1929). Εβραιολόγος, ιουδαϊκής καταγωγής. Έζησε στην Ελλάδα. Διετέλεσε ανταποκριτής πολλών ξένων εφημερίδων και πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Κέρκυρας. Ίδρυσε στην Κέρκυρα τον Ισραηλίτη Χρονογράφο (1899 – 1901) και στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
εβραϊστής — ο εβραιολόγος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)